- φρούρει
- φρουρέωkeep watchpres imperat act 2nd sg (attic epic)φρουρέωkeep watchimperf ind act 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φρουρεῖ — φρουρέω keep watch pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) φρουρέω keep watch pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερημοσκόπος — ἐρημοσκόπος, ὁ (Α) 1. αυτός που φρουρεί σε ερημικό τόπο 2. (κατ’ επέκτ.) αυτός που φρουρεί αμελώς, με ραθυμία («ἐρημοσκόπους τοὺς ῥαθύμους φυλάττοντας», Σούδα). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερημο (< έρημος*) + σκοπός] … Dictionary of Greek
αγρυπνητικός — ἀγρυπνητικός, ή, όν (AM) [ἀγρυπνῶ] αυτός που επαγρυπνεί, που φρουρεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγρυπνῶ + κατάλ. τικός] … Dictionary of Greek
αείφρουρος — ἀείφρουρος, ον (Α) αυτός που πάντοτε φρουρεί, κρατάει κάποιον δέσμιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + φρουρά] … Dictionary of Greek
επίφρουρος — ἐπίφρουρος, ον (Α) αυτός που φρουρεί πάνω από κάποιον, από ψηλά, ο επικείμενος («ξίφος δ’ ἐμῆς θυγατρὸς ἐπίφρουρον δέρῃ», Ευρ.) … Dictionary of Greek
ερκούρος — ἑρκοῡρος, ον (Α) αυτός που φρουρεί ένα έρκος, έναν προμαχώνα ή περίβολο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. έρκ τού έρκος «φραγμός» + ούρος «φύλαξ» (< ορώ)] … Dictionary of Greek
ημεροφύλαξ — ἡμεροφύλαξ, ὁ (Α) αυτός που φρουρεί κατά τη διάρκεια τής ημέρας, ο ημεροσκόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + φύλαξ] … Dictionary of Greek
κοσμοφύλαξ — κοσμοφύλαξ, ακος, ὁ (Μ) 1. αυτός που φρουρεί το σύμπαν 2. ανώτερο ιερατικό αξίωμα, ο φύλακας τής τάξης και ευπρέπειας τής Εκκλησίας … Dictionary of Greek
μονόφρουρος — μονόφρουρος, ον (Α) αυτός που φρουρεί μόνος του, ο μόνος φύλακας («ὡς θέλει τόδ ἄγχιστον Ἀπίας γαίας μονόφρουρον ἕρκος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + φρουρός] … Dictionary of Greek
μύχουρο — μύχουρος, ὁ (Α) αυτός που φυλάσσει τους μυχούς, που φρουρεί τα ενδότερα, τα εσώτατα μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυχός + οὖρος «φύλακας, φρουρός» (πρβλ. επί ουρος, νομί ουρος] … Dictionary of Greek